κιρσῶν

κιρσῶν
κιρσός
enlargement of a vein
masc gen pl
κιρσόω
cause to become varicose
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
κιρσόω
cause to become varicose
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
κιρσόω
cause to become varicose
pres part act masc nom sg
κιρσόω
cause to become varicose
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κιρσός — ο (Α κιρσός) μόνιμη παθολογική διεύρυνση μιας φλέβας που εμφανίζεται συχνότερα στα κάτω άκρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με κίρκος, κρίκος*, λόγω τού σχήματος τών κιρσών, οπότε ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kir k «στρέφω, κάμπτω» και ο… …   Dictionary of Greek

  • απευθυσμένο — Τμήμα στο παχύ έντερο, που αποτελεί συνέχεια του σιγμοειδούς και τελειώνει στο ύψος του πρωκτού· βρίσκεται μπροστά στο ιερό οστό και εκτελεί κυρίως τη λειτουργία αποβολής των κοπράνων. Ο μυϊκός χιτώνας των τοιχωμάτων του γίνεται πιο παχύς στο… …   Dictionary of Greek

  • εγκυμοσύνη — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται η γυναίκα που φέρει στον οργανισμό της ένα ή περισσότερα έμβρυα σε ανάπτυξη. Η ε. αρχίζει με τη γονιμοποίηση και τελειώνει με τον τοκετό. Η ε. αποκαλείται φυσιολογική ή ενδομήτρια, όταν το προϊόν της σύλληψης… …   Dictionary of Greek

  • θρόμβωση — Σχηματισμός στερεών μαζών (θρόμβων) μέσα στο αγγειακό σύστημα της κυκλοφορίας του αίματος. Η θ. μπορεί να συμβεί στις φλέβες, στις αρτηρίες αλλά και στην καρδιά, και εξαρτάται κυρίως από τρεις παράγοντες: αλλοίωση του ενδοθηλίου που επενδύει το… …   Dictionary of Greek

  • κίρσιο(ν) — το (Α κίρσιον) βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια σύνθετα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιρσός. Το φυτό αυτό ονομάστηκε έτσι λόγω τής χρήσεώς του στη θεραπεία τών κιρσών] …   Dictionary of Greek

  • κίρσωσις — κίρσωσις, ἡ (Α) [κιρσώ] ο σχηματισμός κιρσών …   Dictionary of Greek

  • κιρσοτομία — η (AM κιρσοτομία) [κιρσοτομώ] εγχείρηση για αφαίρεση κιρσών …   Dictionary of Greek

  • κιρσουλκία — κιρσουλκία, ἡ (Α) [κιρσουλκώ] εγχείρηση κιρσών …   Dictionary of Greek

  • ρινορραγία — (Ιατρ.). Λέγεται και επίσταξη. Απώλεια αίματος από τις ρινικές κοιλότητες. Η πιο συνηθισμένη αιτία είναι η ρήξη κιρσών των φλεβών που είναι συχνοί σε μια ορισμένη περιοχή του ρινικού διαφράγματος (locus Valsalvae)· αίτια που την ευνοούν είναι το… …   Dictionary of Greek

  • σαφηνεκτομή — και σαφηνεκτομία, η, Ν ιατρ. εγχείρηση που γίνεται για την θεραπεία τών κιρσών τής κνήμης με αφαίρεση συνήθως μιας από τις σαφηνείς φλέβες. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. saphenectomie < saphena / saphenous (βλ. λ. σαφηνής (ΙΙ) +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”